Σε μια κοινωνία εμπορευματοποίησης των πάντων και καταναλωτικής νοοτροπίας είναι ζωτικής σημασίας η αποδέσμευση από κοινωνικές δομές που έχουν αποκλειστικό σκοπό το κέρδος. Τα κοινωνικά συστήματα φτιάχνονται για να εξυπηρετούν τις ανθρώπινες ανάγκες. Η αποτυχία του συγκεκριμένου συστήματος είναι αυταπόδεικτη γιατί δεν εξυπηρετεί παρά μόνο την προώθηση οικονομικών συμφερόντων. Η συνειδητή αποχή από αυτό το εμπορικό αλισβερίσι αποτελεί έναν από τους μοχλούς κατάρρευσης αυτού του συστήματος. Στο συγκεκριμένο κείμενο θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας τόσο στις εμπορικές εφαρμογές ηλεκτρονικών υπολογιστών, όσο και σε εφαρμογές ελεύθερου λογισμικού.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η πρώτη επαφή των χρηστών με το λογισμικό έγινε με κάποιο εμπορικό προϊόν μιας και αυτό ορίζουν οι συγκαλυμμένοι νόμοι του μονοπωλίου. Πιο συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στα λειτουργικά συστήματα Windows, Macintosh και τις εφαρμογές που υλοποιούνται αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτά. Δουλεύοντας, διασκεδάζοντας και μαθαίνοντας πάνω σε αυτές τις εφαρμογές ήρθαμε σε σύγκρουση με θεμελιώδεις ανάγκες και νιώσαμε να παραβιάζονται αξίες, για τις οποίες παλεύουμε στην καθημερινότητά μας. Η ψευδαίσθηση της ικανοποίησης που παρέχει αρχικά ένα πρόγραμμα κλειστού κώδικα, δίνει στο χρήστη τη θέση της στον περιορισμό της σκέψης, αφού δεν του παρέχονται ερεθίσματα, της έκφρασης, μιας και οι τρόποι να εκφραστεί είναι τυποποιημένοι εκ των προτέρων και κατ’ επέκταση της φαντασίας και της δημιουργικότητας αφού αγκιστρώνεται στα συγκεκριμένα προγράμματα. Επιπλέον, όπως σε κάθε επιστήμη έτσι και στην πληροφορική η μάθηση και η έρευνα περιορίζεται σ’ ένα συγκεκριμένο και φτιαχτό-προκαθορισμένο φάσμα. Οποιαδήποτε εναλλακτική έξω από το φάσμα αυτό βρίσκει το χρήστη δέσμιο της προσπάθειάς του να προσαρμοστεί, λόγω της σχέσης εξάρτησης που έχει δημιουργήσει το εμπορικό λογισμικό, αλλά και μαθησιακά ανέτοιμο να δημιουργήσει κάτι δικό του.
Άλλο ένα αρνητικό και επικίνδυνο χαρακτηριστικό των εμπορικών εφαρμογών εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο χρήστης ανεξάρτητα από το γνωστικό του επίπεδο δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τι ακριβώς μπορεί να τρέχει στο background του υπολογιστή του. Τέλος, στο λογισμικό κλειστού κώδικα αν και υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας εφαρμογών, από πλευράς χρήστη, αυτή εντάσσεται στα πλαίσια της εμπορευματοποίησης και της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Σε αντίθεση με τις εφαρμογές που αναφέρθηκαν (εμπορικές) υπάρχει το λειτουργικό σύστημα Linux και οι εφαρμογές που υπάγονται στην άδεια χρήσης GNU-GPL (General Public License). Σύμφωνα με την άδεια αυτή ο πηγαίος κώδικας μιας εφαρμογής οφείλει να παραμένει ανοιχτός. Ο κώδικας μπορεί να τροποποιηθεί ή να πωληθεί, αλλά πάντα παραμένει ανοιχτός. Αυτό μπορεί να μην καταργεί τελείως το εμπόριο σαν έννοια και σαν διαδικασία, αλλά του επιφέρει σοβαρό πλήγμα. Η δυνατότητα από πλευράς χρήστη να γνωρίζει τον πηγαίο κώδικα του δίνει μια ευελιξία κινήσεων όσον αφορά τη τροποποίηση των εφαρμογών, αφού μπορεί να τις προσαρμόσει στα μέτρα του. Του δίνει έτσι τη δυνατότητα να αποκοπεί από τον ψηφιακό καταναλωτισμό και να υιοθετήσει μια πιο αντιεμπορευματική χρήση της τεχνολογίας. Παράλληλα. δεν αποκλείει το χρήστη από τη γνώση των τεχνολογιών που χρησιμοποιεί. Η εκπαίδευση σαν ανοιχτή διαδικασία, με τη γνώση να μεταδίδεται ελεύθερα, ταιριάζει απόλυτα με τη φιλοσοφία του ελεύθερου λογισμικού που έχει ξεκάθαρο σκοπό την εξέλιξη της επιστήμης και όχι τη δημιουργία οικονομικών δεσμών. Το ελεύθερο λογισμικό αποτελεί παράδειγμα εξέλιξης της γνώσης και για τις άλλες επιστήμες.
Συμπερασματικά, το ελεύθερο λογισμικό άλλοτε προηγείται και άλλοτε έπεται τεχνολογικά των εμπορικών εφαρμογών. Επιδέχεται ακόμα κριτικής μιας και τα περιθώρια βελτίωσής του είναι μεγάλα. Αρκεί οι χρήστες να μην το αντιμετωπίσουν σαν κάτι το δωρεάν , όπως η “τσάμπα” μπύρα, αλλά σαν ένα πολύτιμο εργαλείο στην προσπάθειά τους να διασφαλίσουν αξίες όπως η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερία του λόγου, η ομαδική δημιουργία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι ομάδες και οι κοινότητες που ασχολούνται με το Linux αλλά και γενικότερα με το ελεύθερο λογισμικό, διέπονται από χαρακτηριστικά αυτοοργάνωσης. Η λογική που επικρατεί αυτή τη στιγμή είναι γνωστή ως 1-10-100. Ένας προγραμματίζει, δέκα βελτιώνουν, εκατό χρησιμοποιούν. Σαφώς και η χρήση του ελεύθερου λογισμικού δεν αρκεί για να ξεφύγουμε απ’ αυτή τη λογική, αλλά χρειάζεται μια γενικότερη αντιεμπορευματική στάση και θέση στη καθημερινότητα μας.