Σχετικά με τις πατέντες και τα πνευματικά δικαιώματα

Η πατέντα, μια έννοια γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων (ευρεσιτεχνία), με την τωρινή της νοηματοδότηση και περιεχόμενο να εντοπίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 80, προετοιμάζει το έδαφος της κατοχύρωσης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του προϊόντος που στοχεύει (υλικό ή άυλο), ανοίγοντας το δρόμο της εμπορικής του εκμετάλλευσης. Η ιδιοκτησία και η εμπορευματοποίηση είναι οι δύο βασικοί πυλώνες πάνω στους οποίους βασίζεται η λογική της πατέντας. Η αναζήτηση εκείνων των πεδίων που δεν διέπονται από κάποιο ιδιοκτησιακό καθεστώς από τη μια και η κάλυψη του κενού ιδιοκτησίας στα πεδία αυτά από την άλλη, ανάγουν την πατέντα σε εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Το εργαλείο αυτό φαντάζει ιδανικό καθώς απευθύνεται σε έναν ευρέως διαδεδομένο κοινωνικά τρόπο σκέψης που θεωρεί αυτονόητο ότι τα πάντα πρέπει να ανήκουν σε κάποιον/α, ακολουθώντας την ατομική εκμετάλλευση έναντι της συλλογικής διαχείρισης (ένα επιπλέον στοιχείο της πατέντας  είναι ότι διασφαλίζει τη συνέχιση της ιδιοκτησίας επί του προϊόντος για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί). Επακόλουθο της δημιουργίας ιδιοκτησιακού καθεστώτος είναι η περίφραξη των εκμεταλλεύσιμων πεδίων και ο αποκλεισμός πρόσβασης από αυτά. Παράλληλα, δίνεται η δυνατότητα εμπορευματοποίησής τους και παραγωγής υπερκέρδους, με τις ανθρώπινες ανάγκες να ανάγονται σε εκμεταλλεύσιμη πρώτη ύλη. Αποδεδειγμένα τόσο η διαχείριση των υπαρχουσών αναγκών όσο και η δημιουργία νέων συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία και συνέχιση του υπάρχοντος συστήματος.  

Η ανάδυση της πατέντας και των πνευματικών δικαιωμάτων στο κοινωνικό και οικονομικό προσκήνιο ταυτίζεται χρονικά με την τεχνολογική ανάπτυξη και εξέλιξη (χρυσή εποχή των τεχνολογιών πληροφορικής, δεκαετίες 70-80). Κάθε τεχνολογική εφεύρεση εμπεριέχει μέσα της την πατέντα με την εξελικτική διαδικασία της τεχνολογίας να αποτελεί στην ουσία της μια σειρά από πατέντες. Το διαδίκτυο δεν ξεφεύγει αυτού του κανόνα, τουναντίον αποτελεί την αιχμή του δόρατος των νέων τεχνολογιών. Η πατέντα σε αυτό αντικατοπτρίζει το κηνύγι της μεγάλης ιδέας . Ο κάθε ένας/μία προσπαθεί να εντοπίσει νομικό και ιδιοκτησιακό κενό σε ιδέες που έχουν κοινό παρονομαστή το καινοτόμο. Ο/Η πρώτος/η που τις υλοποιεί αποκομίζει το μέγιστο κέρδος, ενώ οι μιμητές του/της όχι, αφού η απώλεια ενδιαφέροντος μειώνει δραματικά την εμπορική τους αξία. Η υλοποίηση της ιδέας δεν απαιτεί ατελείωτες εργατοώρες και εξεζητημένες γνώσεις αλλά ανάλογα με τη χρονική συγκυρία και το είδος της υπηρεσίας-ανάγκης  που καλύπτει είναι αρκετή να αποφέρει κέρδος.

Η πλειονότητα των προγραμμάτων που χρησιμοποιούνται στις νέες τεχνολογίες και κατ’ επέκταση στο διαδίκτυο έχουν ως επί τo πλείστον άδειες χρήσης εμπορικού χαρακτήρα (copyright). Ο χαρακτήρας των αδειών αυτών παρακάμπτεται είτε από τον ελεύθερο διαμοιρασμό “σπασμένων” προγραμμάτων, λογισμικού, ταινιών, μουσικής κλπ διαμέσου του διαδικτύου ή χέρι με χέρι, μια διαδικασία γνωστή ως πειρατεία, είτε από τη συνειδητή επιλογή του δημιουργού προϊόντων πνευματικής εργασίας της a priori ελεύθερης διανομής τους (copyleft). Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν και άδειες χρήσης λογισμικού με πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Οι άδειες τύπου free softaware και open source.

Η λογική των αδειών free software διασφαλίζει ελευθερίες στους χρήστες με βασική την ελευθερία πρόσβασης στον πηγαίο κώδικα. Επομένως ο χρήστης μπορεί ελεύθερα να χρησιμοποιήσει, να τροποποιήσει, να αντιγράψει, να βελτιώσει και να επανεκδόσει οποιοδήποτε πρόγραμμα για οποιοδήποτε σκοπό, ακόμα και εμπορικό.

Κύριο χαρακτηριστικό των αδειών open source είναι η ελευθερία του χρήστη να εξετάσει και να χρησιμοποιήσει τη γνώση και τις δυνατότητες που του προσφέρει ο πηγαίος κώδικας ενός προγράμματος. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και ελεύθερο αφού υπάρχουν περιορισμοί πνευματικών δικαιωμάτων από το δημιουργό που ανά πάσα στιγμή μπορούν να το μετατρέψουν σε καθαρά εμπορικό. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις λογισμικού που ξεκίνησαν να διανέμονται ελεύθερα και εκμεταλλευόμενες την απήχηση που είχαν σε μεγάλες κοινότητες χρηστών κατέληξαν σε εμπορεύσιμο προϊόν.

Οι άδειες χρήσης λογισμικού που αντιτίθενται στο copyright μπορεί να αποτελούν κάτι το καινοτόμο και να στρέφονται προς μία πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση, αλλά λειτουργούν και με μια ρεφορμιστική λογική πάνω στην οποία δημιουργήθηκαν και οι κλειστές άδειες χρήσης. Είναι ένας τρόπος άμυνας απέναντι στο αντίπαλο δέος των εμπορικών αδειών, αλλά δεν αμφισβητούν εξ' ολοκλήρου την έννοια της ιδιοκτησίας και της εμπορευματοποίησης. Λειτουργούν στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος με το κίνδυνο πάντα της αφομοίωσης και της αλλοίωσης των τωρινών τους χαρακτηριστικών, χωρίς να θέτουν τον ευατό τους ξεκάθαρα έξω και απέναντι απ' αυτό.

Η διαδικασία μετάδοσης της πληροφορίας και κατ' επέκταση της γνώσης εμπεριέχει μια ιεραρχική χροιά. Συγκεκριμένα ο κάτοχος της πληροφορίας είναι και πολλές φορές εκείνος που ασκεί εξουσία. Η δυνατότητα ιδιοκτησίας στη πληροφορία (άτυπη πατέντα) και η ύπαρξη ιεραρχίας στην πρόσβαση σε αυτή, δημιουργεί ένα νέο πεδίο εμπορικής εκμετάλλευσης. Επέρχεται έτσι ένας αποκλεισμός κοινωνικών ομάδων στη πληροφορία και στη γνώση, κάτι που ήδη βιώνουμε.

Η επιφανειακή ενασχόλιση και κριτική γύρω από το ζήτημα των πατεντών και των πνευματικών δικαιωμάτων και η διαρκής προβολή επιχειρηματολογίας αντιλόγου στο επίπεδο του βιοποριστικού (μοναδική πηγή εσόδων η παραγωγή πνευματικού έργου) αν και κατανοητή στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου λειτουργίας της οικονομίας, λειτουργεί αγκυλωτικά και δεν κάνει τίποτα άλλο από το να συντηρεί και να διαιωνίζει την ύπαρξη τους. Αν λοιπόν οι πατέντες και τα πνευματικά δικαιώματα είναι συνιφασμένα με την ιδιοκτησία και εν συνεχεία την εμπορευματοποίηση, η κατάργησή τους περνά μέσα από την ολοκληρωτική αμφισβήτηση των δυο παραπάνω εξουσιαστικών δομών.

 

away from keyboard

φλεβάρης 11

Από το “κράτος ελέγχου” στο “κράτος επιτήρησης”

Αν οι ολυμπιακοί αγώνες αποτέλεσαν την αφορμή για την εγκατάσταση των καμερών, ο δεκέμβρης του 2008 αποτέλεσε – με τις κοινωνικές ρηγματώσεις που προκλήθηκαν, την όξυνση των αντανακλαστικών των αγωνιζόμενων κομματιών της κοινωνίας και τη προσπάθεια του κράτους να καλύψει το χαμένο του έδαφος θέλοντας να προλάβει επερχόμενες εξεγέρσεις – αφορμή για τη χρήση τους.

Η μαζική εγκατάσταση των καμερών ξεκίνησε λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες αφού προηγουμένως υπήρξε ευρεία προπαγάνδισή τους απ’ τα ΜΜΕ. Τηλεπαιχνίδια τύπου BigBrother ήταν η ευτελής ψυχαγωγία μας και η δημιουργία κλίματος φόβου και τρομοϋστερίας απ’ τα δελτία ειδήσεων ήταν, και συνεχίζει να είναι, η καθιερωμένη ‘’ενημέρωσή’’ μας. Η μαζική εγκατάσταση καμερών σε ιδιωτικούς χώρους αλλά και ο φόβος της διεθνούς τρομοκρατίας ενέτειναν αυτό το κλίμα.  Οι όποιες αντιδράσεις προσέκρουσαν στην κοινωνική συναίνεση της εποχής εκείνης καθώς οι αγώνες αποτελούσαν εθνικό στοίχημα. Με την αφελή λογική που λέει “εγώ δεν έχω τίποτα να κρύψω”, “αυτοί που φοβούνται τις κάμερες είναι εγκληματίες”, ρίζωσε στην συνείδηση μεγάλου κομματιού της κοινωνίας η ύπαρξη καμερών ως αναγκαία προϋπόθεση της ασφάλειάς τους.

Η συνέχεια γνωστή. Συνεχής άυξηση της αστυνομικής δύναμης, δημιουργία  νέων σωμάτων (αν)ασφάλειας (Δ, Δίας, αστυνομικός της γειτονιάς), μαζικές προσαγωγές πριν την διεξαγωγή πορειών, παρακολουθήσεις ατόμων αλλά και ποινικοποίηση κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούν κατηγορητήρια με δακτυλικά αποτυπώματα σε κινητά αντικείμενα, ύπαρξη τηλεφωνικών αριθμών για ανώνυμες ρουφιανιές, άρσεις τηλεφωνικού απορρήτου ολόκληρων περιοχών, έλεγχος του διαδικτύου και προσπάθεια λογοκρισίας των blogs και ο κατάλογος δεν έχει τέλος…Κερασάκι στην τούρτα η γνωμοδότηση της ‘‘ανεξάρτητης’’ αρχής ‘‘προστασίας’’ προσωπικών δεδομένων υπέρ της λειτουργίας καμερών σε χώρους που ακόμη και ίδια αδυνατεί να τους προσδιορίσει ως ιδιωτικούς ή δημόσιους, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά την υποταγμένη ύπαρξή της. Προφανώς, δεν περιμένουμε από τέτοια θεσμικά όργανα να δρουν με κριτήρια πέραν από αυτά της εξυπηρέτησης του κράτους και των συμφερόντων του.

Όλα τα παραπάνω συνθέτουν μια εικόνα της μετάβασης από το «κράτος ελέγχου» στο «κράτος επιτήρησης», προϊδεάζοντας μας για το τι πρόκειται να ακολουθήσει σε επίπεδο ασφάλειας. Μια οργουελική κοινωνία όπου όλα θα καταγράφονται με τεχνολογίες επιτήρησης πραγματώνοντας στο ακέραιο τον πανοπτικό μοντέλο. Αυτό που θέλει την ανυπαρξία συνείδησης, την εγκεφαλική καταστολή και έλεγχο, την εγκαθίδρυση του φόβου και της αυτοεπιτήρησης. Άλλωστε περισσότερο σημασία έχει η δημιουργία κλίματος παρακολούθησης παρά η παρακολούθηση αυτή κάθε αυτή. Το κράτος με πρόσχημα τη δική μας ασφάλεια και το φόβο αμφισβήτησης της εξουσίας του, χτίζει τα δικά του τείχη ασφαλείας απέναντι στους αντιστεκόμενους και όσους επιζητούν την καταστροφή του. Ας μην αφήσουμε το μέλλον μας στην τύχη του, γκρεμίζοντας τα δικά τους τείχη.

[English Translation]

From the “control state” to the “surveillance state”

If the olympic games were the cause for the establishment of cameras, December of 2008 was – concerning the social breakthroughs brought on, the sharpening of the reflexes of struggling pieces of the society and the effort of the state to take back its lost ground preventing oncoming struggles – the cause for their use.

The mass establishment of cameras started just before the olympic games take place, with the mass media having in advance made the wide propaganda needed for them. Game shows like Big Brother were our worthless entertainment and the creation of fear and tromohysteria climate by the tv news was, and continues to be, our standard ‘’information’’. The mass establishment of cameras in private places and also the fear of international terrorism intensified this climate. All the reactions against this faced the social consent of that period as the games were to be a national bet. By naive thoughts like “I have nothing to hide”, “those who don’t like cameras are criminals” and so on, rooted in the consciousness of big part of the society the existence of cameras as needed presupposition of their safety.

What followed is known. Continuous increase of police forces, creation of new safety troops (Delta, Dias, neighborhood police), mass control arrestments before demonstrations, monitoring of resisting people, criminalization of social relationships, creation of telephonic numbers for anonymous denunciations, abolishment of entire regions’ telephone privacy, internet control and efforts of blog censorship and the list is endless… Last but not least the proposal of the hellenic data protection authority (hdpa) for the function of cameras in places that even they cannot define them as private or public, confirming one more time its subjugated existence. Obviously, we don’t expect from any institutional part to act with criteria other than the service of the state and its interests.

All these things mentioned above compose an image of the transition from the “control state” to the “surveillance state”, giving us just an idea in what is to come concerning the so-called safety field. An Orgouel oriented society where everything will be recorded by surveillance technologies fulfilling totally the panoptic model. A model that wants the absence of consciousness, the mental repression and control, the fear and self-surveillance establishment. In fact, it’s much more important for the system the creation of surveillance climate than the surveillance itself (thinking all the time that you’re surveilled, even if that’s not indeed happening). The state pretending it cares for our safety and the fear of losing its power, is building its own safety walls against the resisting people and those who desire its destruction. Demolishing their walls, let’s take the future in our hands without leaving it to chance.

Ελεύθερο Λογισμικό – Εκπαίδευση – Καριέρα

Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ…

Ελεύθερο Λογισμικό

Η λογική που λέει ότι τα πάντα γύρω μας αποτελούν εν δυνάμει πηγή αποκομηδής κερδών δεν μπορεί να αποκλείσει και το ανοιχτό λογισμικό. Όλο και περισσότερες εταιρείες προσεγγίζουν το εγχείρημα του ανοιχτού λογισμικού από μια κερδοσκοπική σκοπιά ως μια λύση μελλοντικής εμπορευματοποίησης με μοναδικό σκοπό τη συσσώρευση κεφαλαίου. Εταιρείες κολλοσοί (Novell, Redhat) εκμεταλλευόμενες τις δυνατότητες που παρέχουν οι άδειες open source (osi licenses) και τις κοινότητες ανοιχτού λογισμικού “πουλάνε” λογισμικό φτιαγμένο συλλογικά.

Η ιδέα για το ανοιχτό λογισμικό ξεκίνησε μέσα από τις πανεπιστημιακές κοινότητες προγραμματιστών (hackers) ως απάντηση στο λογισμικό κλειστού κώδικα με κεντρικό άξονα τη γνώση και όχι το κέρδος. Οι κοινότητες λειτουργούν αυτοοργανωμένα με συλλογικό πνεύμα με μοναδικό σκοπό τη διαρκή και καθολική διάδοση της γνώσης – πληροφορίας. Η ενασχόληση των κοινοτήτων αυτών με το λογισμικό δεν έχει κερδοσκοπικές βλέψεις κι αυτό φαίνεται απ’ το χρόνο που αφιερώνουν, που δεν είναι άλλος από τον ελεύθερο τους χρόνο. Οι ίδιοι ορίζουν τις ανάγκες τους και κινούνται με γνώμονα αυτές, αντιστεκόμενοι στη πράξη στις πλαστές ανάγκες που το ίδιο το σύστημα επιβάλλει. Εκεί άλλωστε εντοπίζεται και η γοητεία του ανοιχτού λογισμικού. Kάλυψη βασικών τεχνολογικών αναγκών και εξευρεύνηση των δυνατοτήτων τόσο του software όσο και του hardware. Παρολαυτά, αρκετές από τις ομάδες αυτές αλλοτριώθηκαν, “προδίδοντας” τις βασικές τους αρχές, μένοντας ουσιαστικά απαθείς σε όλο αυτό το παιχνίδι που στήνουν οι εταιρείες εις βάρος τους και εις βάρος όλων των χρηστών. Οι δομές εξέλιξης στη τεχνολογία δεν μπορούν παρά να είναι αντιιεραρχικές και μη κατευθυνόμενες από εταιρικές ορέξεις.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που εταιρείες έχουν εν μέρη το λογισμικό τους ανοιχτό, είτε έχουν free εκδόσεις του λογισμικού τους, όπως η Redhat, παράγοντας υπεραξία από τις κοινότητες ελεύθερου λογισμικού, συσσωρεύοντας στα ταμεία τους υπέρογκα ποσά. Έτσι και στο εργαλείο Jboss χρησιμοποιείται το μοντέλο ανάπτυξης που η Redhat εφαρμόζει στο λειτουργικό της σύστημα, σύμφωνα με το οποίο το free Fedora χρησιμοποιείται σαν testing background για τεχνολογίες που τελικά μπαίνουν στο εμπορικό κομμάτι της (Redhat enterprise Linux).

Εκπαίδευση

Έχοντας υπάρξει μαθητές και έχοντας διασχίσει όλες τις βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης, βιώσαμε σε πολύ έντονο βαθμό την κατευθυνόμενη και πλήρως υποταγμένη στις ορέξεις του συστήματος, διδασκαλία. Από τα βιβλία ιστορίας που συντελούν στη καλλιέργεια εθνικού φρονήματος και διατήρηση μειωτικών αισθημάτων για άλλους λαούς, εως τους ίδιους τους δασκάλους – καθηγητές, ως άλλα γρανάζια αυτού του συστήματος, ωχαδελφιστές, πλήρως υποταγμένοι στους εντολοδόχους τους και στις προσωπικές βλέψεις ανέλιξης, διαμορφώνουν αυτό που λέμε εκαπιδευτικό σύστημα. Ενώ τα σχολεία και τα πανεπιστήμια βρίθουν ελλείψεων και προβλημάτων το κράτος και οι φορείς του αρκούνται στην ανακάλυψη νέων, φωνασκώντας για αιώνιους φοιτητές, άσυλο, κ.ά., κλείνοντας τα μάτια στα υπαρκτά προβλήματα. Ζητούν αξιολόγηση των ιδρυμάτων τη στιγμή που οι υποδομές είναι ανύπαρκτες αφήνοντας τα ιδρύματα στο έλεός τους, ανοίγοντας έτσι το δρόμο σε εταιρείες να έρθουν ως μάννα εξ ουρανού. Αυτές ουσιαστικά ορίζουν τα προγράμματα σπουδών έχοντας εκ των προτέρων δημιουργήσει τις ανάγκες στην αγορά εργασίας. Εμείς ως μελλοντικοί εργαζόμενοι, αν είμαστε αρκετά “τυχεροί” και δουλοπρεπείς δεν θα είμαστε τίποτα άλλο παρά αναλώσιμα προϊόντα στις μηχανές τους. Μόλις θα πάψουμε να τους είμαστε χρήσιμοι θα μας πετάξουν στο δρόμο και άλλοι θα έρθουν να πάρουν τη θέση μας.

Καριέρα

Από πολύ μικρή ηλικία, όλοι οι θεσμοί που συμμετέχουμε και αλληλεπιδρούμε (οικογένεια, σχολείο, ΜΜΕ, κ.ά.) συναινούν στη διαμόρφωση ενός κοινωνικού προτύπου πλήρως συνυφασμένου με την επαγγελματική και κατ’ επέκταση κοινωνική καταξίωση. Οι λέξεις “καλός μαθητής”, “καλό παιδί”, “καριέρα”, “χρήματα”, “σπουδαίος και τρανός”, “κοίτα το συμφέρον σου”, “θέλουν το κακό σου” κι άλλες πολλές, ηχούν στα αυτιά μας καθημερινά και πορευόμαστε με αυτές σε κάθε μας βήμα, σε κάθε μας επιλογή. Η στιγμή της εισαγωγής σε κάποιο ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα φαίνεται να λειτουργεί λυτρωτικά για μας και και τον στενό μας κοινωνικο περίγυρο. Ο δρόμος για μια λαμπρή καριέρα και σταδιοδρομία είναι πλέον ανοιχτός. Μας περιμένει να τον διαβούμε. Ο δρόμος αυτός χωράει λίγους και εκλεκτούς και τα εχέγγυα που μας ζητάει είναι πάρα πολλά. Μόνο ένας, μόνος του, θα τον διαβαίνει κάθε φορά. Η αποθέωση του ατομισμού. Θα χρειαστεί να σπρώξουμε κάποιον από κάτω εάν θέλουμε να τον προσπεράσουμε και να αντέξουμε τους κλυδωνισμούς όταν κάποιος άλλος πάει να μας περάσει. Διαρκής μάχη επιβίωσης με όπλα τη λαμογιά μαι το ρουσφέτι. Ομαδικότητα, συντροφικότητα, αλληλεγγύη έννοιες άγνωστες αλλά και άχρηστες σ’ αυτή τη μάχη. Μόνο μια φράση πιστή συνοδοιπόρος μας “πρέπει να γίνω ο καλύτερος, με κάθε κόστος”. Κάποιοι άλλοι γραφικοί, που διαμαρτύρονται όλη την ώρα για κοινωνικούς αγώνες, καλύτερες συνθήκες δουλειάς, ισοτιμία και ελευθερία, αυτοί που “απέτυχαν” ή συνειδητά δεν θέλησαν να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο, δεν είναι παρά Σειρήνες που θέλουν να μας παραπλανήσουν και να μας βγάλουν από την πορεία που έχουμε χαράξει. Αργόσχολοι και τεμπέληδες που δεν έχουν άλλη δουλειά να κάνουν. Μας έχουν πείσει οι κάθε λογής δάσκαλοί μας ότι τέτοιοι είναι, και ως τέτοιους, πρέπει να τους αγνοούμε και να τους περιφρονούμε. Θυσίες, αλληλοσπαραγμοί και πάλι θυσίες για ένα δρόμο χωρίς τέλος. Όσο τον ανεβαίνουμε τόσο μας διαποτίζει με απληστία και λαιμαργία για δόξα και χρήμα. Όσο τον προχωράμε τόσο πιο πολύ κλείνουν οι παρωπίδες που φοράμε, μέχρι να κλείσουν τελείως και πλέον δε θα βλέπουμε τίποτα. Θα είμαστε πλέον οι ιδανικοί καριερίστες…

…ΚΑΙ ΟΧΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ