Σχετικά με τις πατέντες και τα πνευματικά δικαιώματα

Η πατέντα, μια έννοια γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων (ευρεσιτεχνία), με την τωρινή της νοηματοδότηση και περιεχόμενο να εντοπίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 80, προετοιμάζει το έδαφος της κατοχύρωσης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του προϊόντος που στοχεύει (υλικό ή άυλο), ανοίγοντας το δρόμο της εμπορικής του εκμετάλλευσης. Η ιδιοκτησία και η εμπορευματοποίηση είναι οι δύο βασικοί πυλώνες πάνω στους οποίους βασίζεται η λογική της πατέντας. Η αναζήτηση εκείνων των πεδίων που δεν διέπονται από κάποιο ιδιοκτησιακό καθεστώς από τη μια και η κάλυψη του κενού ιδιοκτησίας στα πεδία αυτά από την άλλη, ανάγουν την πατέντα σε εργαλείο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Το εργαλείο αυτό φαντάζει ιδανικό καθώς απευθύνεται σε έναν ευρέως διαδεδομένο κοινωνικά τρόπο σκέψης που θεωρεί αυτονόητο ότι τα πάντα πρέπει να ανήκουν σε κάποιον/α, ακολουθώντας την ατομική εκμετάλλευση έναντι της συλλογικής διαχείρισης (ένα επιπλέον στοιχείο της πατέντας  είναι ότι διασφαλίζει τη συνέχιση της ιδιοκτησίας επί του προϊόντος για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί). Επακόλουθο της δημιουργίας ιδιοκτησιακού καθεστώτος είναι η περίφραξη των εκμεταλλεύσιμων πεδίων και ο αποκλεισμός πρόσβασης από αυτά. Παράλληλα, δίνεται η δυνατότητα εμπορευματοποίησής τους και παραγωγής υπερκέρδους, με τις ανθρώπινες ανάγκες να ανάγονται σε εκμεταλλεύσιμη πρώτη ύλη. Αποδεδειγμένα τόσο η διαχείριση των υπαρχουσών αναγκών όσο και η δημιουργία νέων συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία και συνέχιση του υπάρχοντος συστήματος.  

Η ανάδυση της πατέντας και των πνευματικών δικαιωμάτων στο κοινωνικό και οικονομικό προσκήνιο ταυτίζεται χρονικά με την τεχνολογική ανάπτυξη και εξέλιξη (χρυσή εποχή των τεχνολογιών πληροφορικής, δεκαετίες 70-80). Κάθε τεχνολογική εφεύρεση εμπεριέχει μέσα της την πατέντα με την εξελικτική διαδικασία της τεχνολογίας να αποτελεί στην ουσία της μια σειρά από πατέντες. Το διαδίκτυο δεν ξεφεύγει αυτού του κανόνα, τουναντίον αποτελεί την αιχμή του δόρατος των νέων τεχνολογιών. Η πατέντα σε αυτό αντικατοπτρίζει το κηνύγι της μεγάλης ιδέας . Ο κάθε ένας/μία προσπαθεί να εντοπίσει νομικό και ιδιοκτησιακό κενό σε ιδέες που έχουν κοινό παρονομαστή το καινοτόμο. Ο/Η πρώτος/η που τις υλοποιεί αποκομίζει το μέγιστο κέρδος, ενώ οι μιμητές του/της όχι, αφού η απώλεια ενδιαφέροντος μειώνει δραματικά την εμπορική τους αξία. Η υλοποίηση της ιδέας δεν απαιτεί ατελείωτες εργατοώρες και εξεζητημένες γνώσεις αλλά ανάλογα με τη χρονική συγκυρία και το είδος της υπηρεσίας-ανάγκης  που καλύπτει είναι αρκετή να αποφέρει κέρδος.

Η πλειονότητα των προγραμμάτων που χρησιμοποιούνται στις νέες τεχνολογίες και κατ’ επέκταση στο διαδίκτυο έχουν ως επί τo πλείστον άδειες χρήσης εμπορικού χαρακτήρα (copyright). Ο χαρακτήρας των αδειών αυτών παρακάμπτεται είτε από τον ελεύθερο διαμοιρασμό “σπασμένων” προγραμμάτων, λογισμικού, ταινιών, μουσικής κλπ διαμέσου του διαδικτύου ή χέρι με χέρι, μια διαδικασία γνωστή ως πειρατεία, είτε από τη συνειδητή επιλογή του δημιουργού προϊόντων πνευματικής εργασίας της a priori ελεύθερης διανομής τους (copyleft). Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν και άδειες χρήσης λογισμικού με πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Οι άδειες τύπου free softaware και open source.

Η λογική των αδειών free software διασφαλίζει ελευθερίες στους χρήστες με βασική την ελευθερία πρόσβασης στον πηγαίο κώδικα. Επομένως ο χρήστης μπορεί ελεύθερα να χρησιμοποιήσει, να τροποποιήσει, να αντιγράψει, να βελτιώσει και να επανεκδόσει οποιοδήποτε πρόγραμμα για οποιοδήποτε σκοπό, ακόμα και εμπορικό.

Κύριο χαρακτηριστικό των αδειών open source είναι η ελευθερία του χρήστη να εξετάσει και να χρησιμοποιήσει τη γνώση και τις δυνατότητες που του προσφέρει ο πηγαίος κώδικας ενός προγράμματος. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και ελεύθερο αφού υπάρχουν περιορισμοί πνευματικών δικαιωμάτων από το δημιουργό που ανά πάσα στιγμή μπορούν να το μετατρέψουν σε καθαρά εμπορικό. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις λογισμικού που ξεκίνησαν να διανέμονται ελεύθερα και εκμεταλλευόμενες την απήχηση που είχαν σε μεγάλες κοινότητες χρηστών κατέληξαν σε εμπορεύσιμο προϊόν.

Οι άδειες χρήσης λογισμικού που αντιτίθενται στο copyright μπορεί να αποτελούν κάτι το καινοτόμο και να στρέφονται προς μία πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση, αλλά λειτουργούν και με μια ρεφορμιστική λογική πάνω στην οποία δημιουργήθηκαν και οι κλειστές άδειες χρήσης. Είναι ένας τρόπος άμυνας απέναντι στο αντίπαλο δέος των εμπορικών αδειών, αλλά δεν αμφισβητούν εξ' ολοκλήρου την έννοια της ιδιοκτησίας και της εμπορευματοποίησης. Λειτουργούν στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος με το κίνδυνο πάντα της αφομοίωσης και της αλλοίωσης των τωρινών τους χαρακτηριστικών, χωρίς να θέτουν τον ευατό τους ξεκάθαρα έξω και απέναντι απ' αυτό.

Η διαδικασία μετάδοσης της πληροφορίας και κατ' επέκταση της γνώσης εμπεριέχει μια ιεραρχική χροιά. Συγκεκριμένα ο κάτοχος της πληροφορίας είναι και πολλές φορές εκείνος που ασκεί εξουσία. Η δυνατότητα ιδιοκτησίας στη πληροφορία (άτυπη πατέντα) και η ύπαρξη ιεραρχίας στην πρόσβαση σε αυτή, δημιουργεί ένα νέο πεδίο εμπορικής εκμετάλλευσης. Επέρχεται έτσι ένας αποκλεισμός κοινωνικών ομάδων στη πληροφορία και στη γνώση, κάτι που ήδη βιώνουμε.

Η επιφανειακή ενασχόλιση και κριτική γύρω από το ζήτημα των πατεντών και των πνευματικών δικαιωμάτων και η διαρκής προβολή επιχειρηματολογίας αντιλόγου στο επίπεδο του βιοποριστικού (μοναδική πηγή εσόδων η παραγωγή πνευματικού έργου) αν και κατανοητή στα πλαίσια του καπιταλιστικού τρόπου λειτουργίας της οικονομίας, λειτουργεί αγκυλωτικά και δεν κάνει τίποτα άλλο από το να συντηρεί και να διαιωνίζει την ύπαρξη τους. Αν λοιπόν οι πατέντες και τα πνευματικά δικαιώματα είναι συνιφασμένα με την ιδιοκτησία και εν συνεχεία την εμπορευματοποίηση, η κατάργησή τους περνά μέσα από την ολοκληρωτική αμφισβήτηση των δυο παραπάνω εξουσιαστικών δομών.

 

away from keyboard

φλεβάρης 11

Εμπορευματοποίηση & Ανοιχτό Λογισμικό

Σε μια κοινωνία εμπορευματοποίησης των πάντων και καταναλωτικής νοοτροπίας είναι ζωτικής σημασίας η αποδέσμευση από κοινωνικές δομές που έχουν αποκλειστικό σκοπό το κέρδος. Τα κοινωνικά συστήματα φτιάχνονται για να εξυπηρετούν τις ανθρώπινες ανάγκες. Η αποτυχία του συγκεκριμένου συστήματος είναι αυταπόδεικτη γιατί δεν εξυπηρετεί παρά μόνο την προώθηση οικονομικών συμφερόντων. Η συνειδητή αποχή από αυτό το εμπορικό αλισβερίσι αποτελεί έναν από τους μοχλούς κατάρρευσης αυτού του συστήματος. Στο συγκεκριμένο κείμενο θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας τόσο στις εμπορικές εφαρμογές ηλεκτρονικών υπολογιστών, όσο και σε εφαρμογές ελεύθερου λογισμικού.

Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η πρώτη επαφή των χρηστών με το λογισμικό έγινε με κάποιο εμπορικό προϊόν μιας και αυτό ορίζουν οι συγκαλυμμένοι νόμοι του μονοπωλίου. Πιο συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στα λειτουργικά συστήματα Windows, Macintosh και τις εφαρμογές που υλοποιούνται αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτά. Δουλεύοντας, διασκεδάζοντας και μαθαίνοντας πάνω σε αυτές τις εφαρμογές ήρθαμε σε σύγκρουση με θεμελιώδεις ανάγκες και νιώσαμε να παραβιάζονται αξίες, για τις οποίες παλεύουμε στην καθημερινότητά μας. Η ψευδαίσθηση της ικανοποίησης που παρέχει αρχικά ένα πρόγραμμα κλειστού κώδικα, δίνει στο χρήστη τη θέση της στον περιορισμό της σκέψης, αφού δεν του παρέχονται ερεθίσματα, της έκφρασης, μιας και οι τρόποι να εκφραστεί είναι τυποποιημένοι εκ των προτέρων και κατ’ επέκταση της φαντασίας και της δημιουργικότητας αφού αγκιστρώνεται στα συγκεκριμένα προγράμματα. Επιπλέον, όπως σε κάθε επιστήμη έτσι και στην πληροφορική η μάθηση και η έρευνα περιορίζεται σ’ ένα συγκεκριμένο και φτιαχτό-προκαθορισμένο φάσμα. Οποιαδήποτε εναλλακτική έξω από το φάσμα αυτό βρίσκει το χρήστη δέσμιο της προσπάθειάς του να προσαρμοστεί, λόγω της σχέσης εξάρτησης που έχει δημιουργήσει το εμπορικό λογισμικό, αλλά και μαθησιακά ανέτοιμο να δημιουργήσει κάτι δικό του.

Άλλο ένα αρνητικό και επικίνδυνο χαρακτηριστικό των εμπορικών εφαρμογών εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο χρήστης ανεξάρτητα από το γνωστικό του επίπεδο δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τι ακριβώς μπορεί να τρέχει στο background του υπολογιστή του. Τέλος, στο λογισμικό κλειστού κώδικα αν και υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας εφαρμογών, από πλευράς χρήστη, αυτή εντάσσεται στα πλαίσια της εμπορευματοποίησης και της πνευματικής ιδιοκτησίας.

Σε αντίθεση με τις εφαρμογές που αναφέρθηκαν (εμπορικές) υπάρχει το λειτουργικό σύστημα Linux και οι εφαρμογές που υπάγονται στην άδεια χρήσης GNU-GPL (General Public License). Σύμφωνα με την άδεια αυτή ο πηγαίος κώδικας μιας εφαρμογής οφείλει να παραμένει ανοιχτός. Ο κώδικας μπορεί να τροποποιηθεί ή να πωληθεί, αλλά πάντα παραμένει ανοιχτός. Αυτό μπορεί να μην καταργεί τελείως το εμπόριο σαν έννοια και σαν διαδικασία, αλλά του επιφέρει σοβαρό πλήγμα. Η δυνατότητα από πλευράς χρήστη να γνωρίζει τον πηγαίο κώδικα του δίνει μια ευελιξία κινήσεων όσον αφορά τη τροποποίηση των εφαρμογών, αφού μπορεί να τις προσαρμόσει στα μέτρα του. Του δίνει έτσι τη δυνατότητα να αποκοπεί από τον ψηφιακό καταναλωτισμό και να υιοθετήσει μια πιο αντιεμπορευματική χρήση της τεχνολογίας. Παράλληλα. δεν αποκλείει το χρήστη από τη γνώση των τεχνολογιών που χρησιμοποιεί. Η εκπαίδευση σαν ανοιχτή διαδικασία, με τη γνώση να μεταδίδεται ελεύθερα, ταιριάζει απόλυτα με τη φιλοσοφία του ελεύθερου λογισμικού που έχει ξεκάθαρο σκοπό την εξέλιξη της επιστήμης και όχι τη δημιουργία οικονομικών δεσμών. Το ελεύθερο λογισμικό αποτελεί παράδειγμα εξέλιξης της γνώσης και για τις άλλες επιστήμες.

Συμπερασματικά, το ελεύθερο λογισμικό άλλοτε προηγείται και άλλοτε έπεται τεχνολογικά των εμπορικών εφαρμογών. Επιδέχεται ακόμα κριτικής μιας και τα περιθώρια βελτίωσής του είναι μεγάλα. Αρκεί οι χρήστες να μην το αντιμετωπίσουν σαν κάτι το δωρεάν , όπως η “τσάμπα” μπύρα, αλλά σαν ένα πολύτιμο εργαλείο στην προσπάθειά τους να διασφαλίσουν αξίες όπως η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερία του λόγου, η ομαδική δημιουργία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως οι ομάδες και οι κοινότητες που ασχολούνται με το Linux αλλά και γενικότερα με το ελεύθερο λογισμικό, διέπονται από χαρακτηριστικά αυτοοργάνωσης. Η λογική που επικρατεί αυτή τη στιγμή είναι γνωστή ως 1-10-100. Ένας προγραμματίζει, δέκα βελτιώνουν, εκατό χρησιμοποιούν. Σαφώς και η χρήση του ελεύθερου λογισμικού δεν αρκεί για να ξεφύγουμε απ’ αυτή τη λογική, αλλά χρειάζεται μια γενικότερη αντιεμπορευματική στάση και θέση στη καθημερινότητα μας.

[English Translation]

Free Software & Commercialization

Living in a consumer culture society where everything gets commercialized, it’s, now more than ever, vital the release from social structures that are undertaken solely for profit. Social systems are made to serve human needs. The failure of this system is self-evident as it serves nothing but the promotion of economic interests. The conscious abstention from this brand transaction is one of the collapse levers of this system. In this article we will focus our interest both in pc’s commercial and free software applications.

In most cases, users’ first interaction with software becomes through a commercial product since this is set by the surreptitious monopoly laws. More specifically, we refer to the operating systems Windows, Macintosh and the applications implemented only for those. Working, having fun and learning on these applications we came into conflict with fundamental needs and we felt values for which we struggle in our everyday life getting violated. The illusion of satisfaction that, initially, a closed-source program provides the user with, gives its way to the restriction of the thought, as the user gets no incentives, of the expression, as the way of expression is standard in advance and thus of the imagination and creativity, as the user is getting attached to specific programs. Moreover, as in any science, so in computer science learning and research are limited to a specific and pre-built range. Any alternative out of this range, finds the user captive of his own adaptation attempt, because of the dependency relationship that the commercial software has created, and also cognitively unprepared to create something by his own.

Another negative and dangerous feature of commercial applications is the fact that the user, regardless of his/her cognitive level is unable to know what’s exactly running in the background of the pc. Finally, at closed-source software, although a user has the possibility to build an application, this application comes obligatory under marketing laws and intellectual property.

In contrary to the applications mentioned (commercial – closed-source) there is the operating system Linux and the applications under the license GNU-GPL (General Public License). According to this license the source code of an application must remain open. The source code may be modified or sold, but always has to remain open. For sure, this is not the most radical solution since it doesn’t completely abolish the trade as a concept, process and relation, but it is able to bring it severe blow. Concerning the software modification, the potential of a user to know the source code, gives him/her a choice flexibility, since he/she can adapt it to his/her needs. In that way, the user is able to cut off from the digital consumerism and adopt a more anti-commercial use of technology. At the same time it doesn’t deter the user from the knowledge on the technologies being used. Education, as an open process with the knowledge being shared freely, fits with the concept of free software whose clear view is the evolution of science and not the creation of financial relations. Free software is a quite good example for the other sciences on how knowledge should be developed and shared.

In conclusion, concerning its use, free software is sometimes preceded and sometimes followed by commercial applications. It must be still open to criticism as it has large improvement potentials, provided that users don’t treat it as something “for free”, like beer for free, but as a useful tool in their effort to ensure values such as freedom of speech, freedom of expression, collective creation. Moreover, it is no coincidence that collectives and communities involved with linux and free software in general, are covered by mutual help and self-organization characteristics. The currently widespread concept is known as 1-10-100. One is programming, ten are improving, one hundred are using. It’s clear that the use of free software is not by itself enough to overtake this concept, but a more conscious and anti-commercial attitude in our everyday life is needed.